Θουριῶν

Θουριῶν
Θουρίη
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Θουρίων — Θούριος fem gen pl Θούριος masc/neut gen pl Θούριος neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θουρίων — θούριος fem gen pl θούριος masc/neut gen pl θουράω rush pres part act masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθηναΐς — I (Αθήνα 402; – Ιεροσόλυμα 460). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’. Κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, μορφωμένη και ευφυής, πήγε, μετά τον θάνατο του πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη, για περιουσιακά ζητήματα. Τότε η… …   Dictionary of Greek

  • LUCANIA — Strabo l. 6. p. 252. et 255. Liv. l. 8. c. 24. 25. 27. l. 22. c. 42. 61. et l. 27. c. 44. Flor. l. 2. c. 6. Plin. Prol. tertia Italiae regio, iuxta divisionem ab Aug. primum instituram, pars erat magnae Graeciae, ubi nunc Basilicata, cum parte… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… …   Dictionary of Greek

  • θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ηρόδοτος — I (Αλικαρνασσός Μικράς Ασίας, περ. 484 – 426 π.Χ.).Ιστοριογράφος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε πολύ. Έζησε εξόριστος στη Σάμο, επισκέφθηκε την Ανατολή φτάνοντας μέχρι τον Πόντο και τη Σκυθία, περιηγήθηκε την Αίγυπτο και την Περσία και… …   Dictionary of Greek

  • Κλεανδρίδας — (5ος αι. π.Χ.). Στρατηγός της Σπάρτης. Διακρίθηκε στη μάχη της Τεγέας. Συνόδευσε τον βασιλιά Πλειστοάνακτα, ως πολεμικός του σύμβουλος, στην εκστρατεία του στην Αττική, το 446 π.Χ. Ο Περικλής τον εξαγόρασε προσφέροντάς του πολλά χρήματα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”